- γιόκας
- ο сын; сынок (тж. ирон. );
* γιόκας μου — мой дорогой сыночек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
* γιόκας μου — мой дорогой сыночек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιόκας — ο ο αγαπημένος και χαϊδεμένος γιος, ο κανακάρης: Μας έκανε περήφανους πάλι ο γιόκας μας! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιόκας — ο [γιος] (θωπευτικά ή ειρωνικά) γιος … Dictionary of Greek
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
ανεψιός — και ανιψιός, ο (θηλ. ανεψιά) (AM ἀνεψιός) ο γιος αδελφού ή εξαδέλφου αρχ. μσν. εξάδελφος, κυρίως ο πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της ΙΕ που δήλωνε την έμμεση συγγένεια (μέσω γυναικών). Σ αυτό οφείλονται οι σημασιολογικές του αποχρώσεις μεταξύ των εννοιών… … Dictionary of Greek
γυιόκας — και γυιούλης βλ. γιόκας … Dictionary of Greek
καλοθέλω — καλοθέλησα, καλοθελημένος, επιθυμώ πολύ: Τη θέλει και την καλοθέλει την κόρη μου ο γιόκας σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)